Καρδιακή ανεπάρκεια ονομάζεται το σύνδρομο κατά το οποίο η καρδιά αδυνατεί να εφοδιάσει τους ιστούς του σώματος με την απαραίτητη ποσότητα αίματος που απαιτείται για τις ανάγκες τους. Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα για τη δημόσια υγεία στις ανεπτυγμένες χώρες. Υπολογίζεται ότι πάνω από 10 εκατομμύρια ασθενείς πάσχουν από το σύνδρομο στις HΠΑ και στην Ευρώπη και περίπου ένα εκατομμύριο νέοι ασθενείς προστίθενται κάθε χρόνο στις δύο αυτές ηπείρους. Εκτιμάται ότι πάνω από 800.000 ασθενείς πεθαίνουν από καρδιακή ανεπάρκεια κάθε χρόνο και τo κόστος για την αντιμετώπισή της υπερβαίνει τα $20 δις το χρόνο στις ΗΠΑ. Στη χώρα μας υπολογίζεται ότι οι ασθενείς ξεπερνούν τις 250.000. Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι κατά κανόνα νόσος των ηλικιωμένων, ενώ η συχνότητά της στις νεότερες ηλικίες είναι μικρότερη από 1%. Με την αύξηση του μέσου όρου ηλικίας του πληθυσμού στα επόμενα χρόνια, το ποσοστό των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια αναμένεται να αυξηθεί.
Τα κυριότερα συμπτώματα σε έναν ασθενή με καρδιακή ανεπάρκεια είναι η δύσπνοια, η μυϊκή αδυναμία και η εύκολη κόπωση. Εντούτοις σε πολλές περιπτώσεις μπορούν να εμφανιστούν και άλλα συμπτώματα όπως πόνος στο στήθος, υποτασικά επεισόδια, μείωση της διούρησης, ανεξήγητη αύξηση του σωματικού βάρους καθώς και συμπτώματα από το πεπτικό σύστημα (ανορεξία, δυσκοιλιότητα, ακαθόριστα κοιλιακά ενοχλήματα). Τα συνηθέστερα ευρήματα από τη φυσική εξέταση σε έναν ασθενή με καρδιακή ανεπάρκεια είναι το πρήξιμο των ποδιών, η διόγκωση των φλεβών του τραχήλου, οι υγροί ρόγχοι στους πνεύμονες και τα παθολογικά φυσήματα κατά την ακρόαση της καρδιάς. Μερικές φορές στον ασθενή συνυπάρχει ασκίτης, κυάνωση του δέρματος και σε προχωρημένα στάδια της νόσου, καχεξία. Ωστόσο σε πολλούς ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια αυτά τα σημεία της νόσου απουσιάζουν. Η καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να διακριθεί σε οξεία (πνευμονικό οίδημα, καρδιογενής καταπληξία ή απότομη επιδείνωση μιας ήδη υπάρχουσας χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας) ή χρόνια (ανεπαρκής λειτουργία της καρδιάς για μεγάλο χρονικό διάστημα), συστολική ή διαστολική, δεξιά ή αριστερή.
Αν υπάρχει υποψία για καρδιακή ανεπάρκεια ο περαιτέρω έλεγχος αποσκοπεί σε επιβεβαίωση της διάγνωσης και στην ανίχνευση παθήσεων που απαιτούν ειδική αντιμετώπιση. Ο αρχικός έλεγχος πρέπει να περιέχει:
- Γενική αίματος (έλεγχος αιματοκρίτη για πιθανή αναιμία)
- Βιοχημικές εξετάσεις αίματος (έλεγχος ηλεκτρολυτών, νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας, μέτρηση λευκωμάτων, σιδήρου και φερριτίνης ορού)
- Μέτρηση θυρεοειδικών ορμονών (απαραίτητη σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή ή ταχυκαρδία)
- Μέτρηση ειδικών πρωτεϊνών στο αίμα (νατριουρητικών πεπτιδίων)
- Ακτινογραφία θώρακος
- Ηλεκτροκαρδιογράφημα
- Triplex Καρδιάς (εκτίμηση του μεγέθους και της λειτουργίας της καρδιάς κατά τη συστολή και τη διαστολή, διάγνωση βαλβιδοπαθειών, πνευμονικής υπέρτασης, παθήσεων του περικαρδίου κτλ)
Στους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια ιδιαίτερα σε όσους έχουν στηθάγχη ή αναστρέψιμη ισχαιμία, είναι απαραίτητο να γίνει στεφανιογραφία και να εξετασθεί η δυνατότητα επαναγγείωσης.
Το συχνότερο αίτιο της καρδιακής ανεπάρκειας είναι η στεφανιαία νόσος. Άλλα αίτια είναι η αρτηριακή υπέρταση, η υπερτροφική και η διατατική μυοκαρδιοπάθεια, οι βαλβιδοπάθειες, οι συγγενείς καρδιοπάθειες, η μυοκαρδίτιδα, η συμπιεστική περικαρδίτιδα και οι χρόνιες πνευμονοπάθειες. Επίσης, καταστάσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε καρδιακή ανεπάρκεια είναι η αναιμία, η παχυσαρκία, ο αλκοολισμός, ο σακχαρώδης διαβήτης, οι παθήσεις του θυρεοειδούς, ορισμένα χημειοθεραπευτικά φάρμακα, η ακτινοθεραπεία και η εγκυμοσύνη.
Η θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας βελτιώνει τα συμπτώματα του ασθενή, αναχαιτίζει την επιδείνωση της νόσου και αυξάνει την επιβίωση. Φαίνεται ότι η επιβίωση των ασθενών αυξάνεται, όταν η αντιμετώπιση γίνεται με ειδικά προγράμματα σε ειδικά κέντρα θεραπείας της καρδιακής ανεπάρκειας. Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για την αντιμετώπισή της είναι η ενημέρωση του ασθενή. Ο ασθενής θα πρέπει να μάθει για την νόσο του και για τα φάρμακα που λαμβάνει (τη δράση τους, τα ονόματα, τις δόσεις και τις παρενέργειές τους). Θα πρέπει να ζυγίζεται καθημερινά και να συμβουλεύεται τον ιατρό του σε κάθε περίπτωση αύξησης του βάρους του πάνω από 2 κιλά εντός διαστήματος 3 ημερών.
Οι παχύσαρκοι ασθενείς θα πρέπει να μειώσουν το βάρος τους, ενώ οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια λόγω στεφανιαίας νόσου θα πρέπει να ακολουθούν υπολιπιδαιμική δίαιτα. Επιβάλλεται η διακοπή του καπνίσματος, ο περιορισμός της πρόσληψης νερού και της κατανάλωσης αλατιού. Η κατανάλωση αλκοόλ θα πρέπει να αποφεύγεται και σε ασθενείς με υποψία αλκοολικής μυοκαρδιοπάθειας θα πρέπει να απαγορεύεται αυστηρά. Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια πρέπει να ενθαρρύνονται να ασκούνται, πάντα όμως έπειτα από συνεννόηση με τον ειδικό ιατρό.
Η φαρμακευτική αγωγή περιλαμβάνει διουρητικά, αντιυπερτασικά και αντιαρρυθμικά φάρμακα, ενώ, ανάλογα με το αίτιο της καρδιακής ανεπάρκειας και τις συνυπάρχουσες νόσους, μπορούν να συγχορηγούνται υπολιπιδαιμικά, αντιπηκτικά ή και αντιδιαβητικά σκευάσματα.
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι πέρα από τη βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή, επιλεγμένοι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια ωφελούνται από επεμβατικές μεθόδους και από ειδικές χειρουργικές θεραπείες, από τη μεταμόσχευση καρδιάς, τις νέες συσκευές επανασυγχρονισμού και τις συσκευές υποβοήθησης της καρδιακής λειτουργίας. Σε γενικές γραμμές και πάντα υπό συστηματική ιατρική παρακολούθηση η ποιότητα ζωής των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να διατηρηθεί σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο για μεγάλο χρονικό διάστημα.